- ξήλωμα
- το, -ατος1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξηλώνω, βγάλσιμο των καρφιών, της κλωστής, αποσύνδεση, χάλασμα.2. κομμάτι από ξήλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξήλωμα — το [ξηλώνω] 1. άνοιγμα τών ραφών ενδύματος, κόψιμο τών ραφών, ξέραμμα 2. αφαίρεση τών καρφιών που συνδέουν δύο αντικείμενα, ξεκάρφωμα 3. διάλυση αντικειμένου στα τμήματα από τα οποία απαρτίζεται 4. το σημείο όπου κάτι έχει ξηλωθεί 5. διάλυση… … Dictionary of Greek
εξάρμοση — η (Μ ἐξάρμοσις) [εξαρμόζω] λύση τής αρμογής, αποσύνδεση, λύσιμο, ξήλωμα, ξεμοντάρισμα («εξάρμοση μηχανής») μσν. εξάρθρωση … Dictionary of Greek
ξεκάρφωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαρφώνω, αφαίρεση τών καρφιών, ξήλωμα … Dictionary of Greek
ξεράψιμο — το [ξεράβω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεράβω, το άνοιγμα τών ραφών ενδύματος, το ξήλωμα ραφής … Dictionary of Greek
ξετρύπωμα — το [ξετρυπώνω] 1. έξοδος από την τρύπα, από τη φωλιά, από την κρύπτη 2. ανακάλυψη, ανεύρεση ενός πράγματος καλά κρυμμένου μετά από ψάξιμο 3. (για πρόσ.) αιφνίδια, απρόοπτη εμφάνιση 4. ξήλωμα, αφαίρεση τού τρυπώματος από ένα ένδυμα … Dictionary of Greek
ξετυλιγάδι — το νήμα μαλλιού ή βαμβακιού που προέρχεται από ξήλωμα πλεκτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξετυλίγω + κατάλ. άδι (πρβλ. απομειν άδι)] … Dictionary of Greek